οπλικός

οπλικός
[опликос] εκ вооружений

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οπλικός" в других словарях:

  • οπλικός — ή, ό (Α ὁπλικός, ή, όν) [όπλον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όπλα νεοελλ. φρ. «οπλικό σύστημα» πολύπλοκο όπλο ή συνδυασμός όπλων, που βάλλει μεγάλα βλήματα διαφόρου προορισμού και ελέγχεται και πυροδοτείται, συνήθως, με ηλεκτρονικά μέσα …   Dictionary of Greek

  • ὁπλικῶν — ὁπλικός pertaining to arms fem gen pl ὁπλικός pertaining to arms masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλικαί — ὁπλικός pertaining to arms fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλικωτάτους — ὁπλικός pertaining to arms masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλικῆς — ὁπλικός pertaining to arms fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλικῇ — ὁπλικός pertaining to arms fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»